Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοιχίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιχίδιον — τὸ, Α [τοῑχος] υποκορ. τού τοίχος … Dictionary of Greek
τοιχίδια — τοιχίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)